Γυρίζει σπίτι. Ο καιρός αμφίβολος. Βρέχει, φυσάει; Αμφίβολα και τα συναισθήματα. Παγωνιά μέσα της.
..............................................................................................
Ξεκίνησε όπως κάθε μέρα, λίγο πριν το χάραμα. Συνηθισμένες κινήσεις, πλύσου, ντύσου, ρίξε μια ματιά σε ό,τι έκλεισες στην κουζίνα, στήριξε το φυτό που γέρνει στη γλάστρα.
Παγωμένο το χαμόγελο. Αυτήν ποιος τη στήριξε ποτέ;
Βγήκε βιαστικά, έπρεπε να φτάσει νωρίς στη στάση. Ήξερε πως το απέναντι παράθυρο που ήταν σκοτεινό την παρακολουθούσε πρωί βράδυ.
Τα είχε μάθει. Πώς; Από τυχαίους, τυχαία... Ψιθυρισμοί του τύπου: "Αυτή; Η κόρη μιας χωρισμένης είναι.Τα έκανε σαλάτα η μάνα στη ζωή της. Παράτησε το μωρό στους παππούδες. Έχει κάνει και μια έκτρωση. Και η μικρή μεγάλη ιστορία. Φεύγει το πρωί και λέει πως δουλεύει. Ψέματα. Επιστρέφει πάντα νύχτα βαθιά. Ποιος δουλεύει τόσες ώρες; Πιάτσα κάνει, Κυνηγάει τη μεγάλη ζωή. Τσούλα είναι... *@#@*τέτοια..."
Τα είχε μάθει. Και δε μίλησε ποτέ να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Της είχαν μάθει από μικρή να μη μιλάει και είχε παραιτηθεί. Δεν πίστευε πως θα έβρισκε το δίκιο της ποτέ.
Από ποιον; Η μάνα είχε παραιτηθεί πρώτη.
Από μωρό την κοπάναγε ο παππούς τη μάνα της. Όποτε του την έδινε η ζωηράδα της, όποτε δεν έπαιρνε καλό βαθμό, όποτε έκανε μια μικρή ζημιά άθελά της. Πάντα έβρισκε αιτία εκείνος.
"Θηλυκό! Θες ξύλο να στρώσεις, μωρή. Να μη μας ρεζιλέψεις αργότερα."
Τον ρεζίλεψε όμως. Τα έφτιαξε με συμμαθητή της που της πούλαγε ρομάντζα και αγκαλιές. Για μια αγκαλιά πέθαινε.
Αντί για αυτήν, την οδήγησαν στο μαιευτήριο. Μαζί με τους γονείς του φίλου. Την ανάγκασαν να το ρίξει. "Το σκατό, το μπάσταρδο." φώναζε ο πατέρας και ο άλλος πατέρας σιγοντάριζε με θυμό. "Μην ξαναπλησιάσει τον γιο μου η αλήτισσά σου. Αρκετά ως εδώ."
Την έφεραν ράκος στο σπίτι. Της έδωσαν και ένα γερό ξύλο, την κούρεψαν γουλί για τιμωρία. Την ξαπόστειλαν σε μια βάβω στο χωριό να κουβαλάει ξύλα από το βουνό και να αρμέγει γελάδια.
Κάποτε, όταν μεγάλωσε κι άλλο και η βάβω έπαψε να είναι νταβραντωμένη και άρχισε να σέρνεται, της έκλεψε κάτι ψιλά για το λεωφορείο και κατάφερε και κατέβηκε Αθήνα. Εκεί... την έχασαν.
Πήγε στην αρχή και έκανε δουλειές του ποδαριού και τα κατάφερνε. Τα βόλευε από δω κι εκεί για καιρό. Μετά, όμορφη ήταν, καταφερνζτού ήταν, βρήκε δουλειά σε μπαράκια και έκανε τη σερβιτόρα.
Εκεί γνώρισε και τον έρωτα της ζωής της.
Άλλος ένας που της πούλησε αγκαλιά. Άλλος ένας που την πούλησε με την πρώτη εγκυμοσύνη.
Μα αυτή τη φορά, τραυματισμένη από την εφηβεία, πάλεψε και έφερε το μωρό στον κόσμο. Αλλά... πώς να ζήσει ένα μωρό όταν δούλευε πρωί- βράδυ;
Τότε, με την ψυχή βαριά, αποφάσισε και το πήγε και το άφησε στη μάνα της. Άκουσε και τι δεν άκουσε. Και ο πατέρας σήκωσε πάλι το χέρι, μα αυτή τη φορά του το κράτησε με δύναμη.
"Άκου, γέρο, δεν είμαι πια το κοριτσάκι σου. Και μη μάθω πως σήκωσες χέρι στο μωρό. Θα στο κόψω."
Έτσι, μαλωμένοι χώρισαν η μάνα και οι παππούδες.
Αυτή γύρισε Αθήνα. Το μωρό έμεινε στο πατρικό.
Χωρίς πατέρα. Χωρίς μάνα. Χωρίς κανέναν να το αγαπά. Οι παππούδες το ανέλαβαν μόνο για να μην πει ο κόσμος.
Και κάθε μέρα το γέμιζαν κατάρες. Μέχρι που πέθαναν ένας ένας. Και τότε η μάνα ήρθε και την πήρε κοντά της, μεγάλη κοπέλα πια του Γυμνασίου.
Δεν τα έβγαζε πέρα η μάνα με τα λίγα μεροκάματα που έβρισκε χωρίς ένα χαρτί για όπλο. Η μικρή για να βοηθήσει άρχισε να δουλεύει σερβιτόρα. Τις υπόλοιπες ώρες συρρικνώνει το πρόγραμμά της μελετώντας ακατάπαυστα σε βιβλιοθήκες και σε φίλους για να μπορέσει να προχωρήσει χωρίς να έχει ανάγκη φροντιστηρίου. Θέλει να φύγει. Να πάει κάπου που να τη σέβονται σαν άνθρωπο. Που δεν την παρακολουθούν παραθύρια γειτονικά. Που δεν την ακολουθεί κανένα βίαιο παρελθόν. Θέλει να τα καταφέρει να φύγει...
Γυρίζει και απόψε στο σπίτι.
Σκεφτική βάζει το κλειδί στην πόρτα. Αναστενάζει.
Πόσο σκοτεινά είναι όλα γύρω... Η νύχτα την τρομάζει. Της θυμίζει όλα τα μελαγχολικά μονοπάτια της ζωής της. Πώς θα περάσει και απόψε; Πότε θα ξαναξημερώσει; Κάθε φορά που ξαπλώνει να κοιμηθεί, φοβάται...
Μπαίνει στο σπίτι. Το καλοριφέρ είναι αναμμένο. Μα νιώθει παγωνιά μέσα της, Η μάνα κοιμάται. Έχει κατάθλιψη, είπε ο γιατρός. Κανείς δεν την περιμένει και απόψε.
Της λείπει τόσο πολύ μια αληθινή, ζεστή αγκαλιά...
Κι αν ήταν να κοιμηθεί εκεί και να μην ξυπνήσει ποτέ, δεν την πειράζει. Αρκεί... να μπορούσε να χωθεί σε μια αγκαλιά.
Αναστέναξε βαριά...
Πάλι θα τρέμει στο κρεβάτι της όλη νύχτα.
Πήγε και σκέπασε τη μάνα που ροχάλιζε σιγά, βυθισμένη στην ανυπαρξία από το υπνωτικό που έπαιρνε.
Της έριξε μια ματιά οίκτου.
Σε λίγο έσβησε και το δικό της φως να κοιμηθεί.
Ήξερε πως το απέναντι παράθυρο θα έκλεινε τα παντζούρια.
Η παρακολούθηση θα άρχιζε πάλι το πρωί...
"Αχ, Θεέ μου, υπάρχεις;"
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο. Γύρισε πλευρό και καμώθηκε ότι νύσταζε πολύ...
Άκουσε τα παντζούρια απέναντι να κλείνουν.
Ήταν περίπου τρεις τα ξημερώματα... και η "τσούλα" είχε γυρίσει σπίτι.
Τι άλλο να δει η γειτονιά;
Copyright © Πόλυ Μίλτου