Τι κοιτάς και τι ψάχνεις, μικρό μου;
Κάτω στη γη δε θα βρεις την αγάπη...
Έγινε σπόρος να φυτρώσει,
αλλά την πήραν τα πουλιά στο ράμφος τους,
να τη φυλάξουνε καλά,
να μη σαπίσει απ' την πλημμύρα της κακίας.
Τι ψάχνεις με αγωνία;
Το χαμόγελο δεν υπάρχει στο χώμα.
Το πρόλαβε ο Ήλιος και το έκανε αχτίνες,
για να θερμάνει τις καρδιές που υποφέρουν.
Τι θωρείς; Η χαρά έχει φύγει...
Κύλησε μακριά.
Την άρπαξε το ποτάμι το μεγάλο,
οι υδρατμοί έγιναν σύννεφα βαριά,
να βρέξουν εκεί που δακρύζουν οι ήρωες.
Μην περιμένεις ακόμα στο χάος,
ο σπόρος της αλήθειας,
οι αχτίνες της φροντίδας
και τα δάκρυα τα καυτά,
όσων γενναίων αγαπούν ακόμα την Αγάπη,
ίσως, με τη δική σου αθώα ελπίδα
να φέρουν μια Άνοιξη ατέλειωτη,
ίσως με το δικό σου το θάρρος,
να μπορέσουν να αναπτυχθούν τα νέα φυτά.
Της συγγνώμης και της ανθρώπινης ύπαρξης!
Ίσως, κάποτε,... όταν μεγαλώσεις ΕΣΥ!
Τότε να δρέψουμε το άλλο σιτάρι,
το πολύτιμο και αναγκαιότερο για τη γη μας,
το φύτρο ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ!
Που θα καλλιεργήσεις με καθαρή σκέψη,
Εσύ, μωρό μου, ΕΣΥ!
Π. Μίλτου