Νύχτωσε νωρίς ο κόσμος μου απόψε.
Παγωμένοι στεναγμοί στον βοριά λαχταρούν.
Βρήκα ένα κομμάτι ζωής στην ψυχή μου κρυμμένο.
Ό,τι απέμεινε, μέσα από τα ατέλειωτα σκοτάδια μου.
Ανακάλυψα εκεί τα μάτια να κοιτάξω το γύρω μου.
Ήξερα πως δεν μπορώ να σκεφτώ αναμνήσεις.
Κενό από υπάρξεις που αγαπούν μέσα μου.
Η καρδιά μου έμαθε μόνο να ξεχύνεται έξω.
Ο καθένας πήρε ό,τι έβρισκε και έφυγε άπονα.
Αντιμέτωπη τώρα με την αλήθεια, χάνομαι.
Οι δε εννέα, πού; Δεν ευεργετήθηκαν όλοι;
Και αυτοί που μιλούσαν με ολόχρυσα στόματα;
Είδες, ψυχή μου; Ο κόσμος είναι άδειος τελικά.
Βέβηλοι και δολεροί έκλεψαν τα φώτα της ανατολής.
Παλιάνθρωποι έπλυναν τα χέρια τους σαν αθώοι.
Άνανδροι τα έβαλαν με παιδιά, να δείξουν άνδρες.
Με φοβίζει πιο πολύ η δειλία των τάχα καλών,
η αδιαφορία των τάχα φίλων και τάχα δικών,
η ψευτιά των τάχα αληθινών και τάχα σπουδαίων.
Αυτοί δεν ανήκουν στις ελπίδες του νέου έτους.
Γκρεμίζουν τα όνειρα αγνών υπάρξεων και
βεβηλώνουν τη λέξη την ιερή της αγάπης.
Φρίκη και ντροπή για κάθε διπλό στη γνώμη.
Πώς θα αρχίσει ο χρόνος μας πάλι;
Δείχνοντας ατέλειωτα τα ξένα τα λάθη;
Εμείς, έχουμε σκύψει ποτέ να αντικρύσουμε το εγώ;
Πονάει! Ξεσκίζεται ο νους, ίλιγγος μπροστά στο έσω.
Ευτυχώς, δεν υπάρχει κανείς γύρω.
Μπορώ να κλάψω ελεύθερα για τον Χρόνο.
Αυτόν, που σπαταλάμε με εγωισμό σε νόθα πορεία.
Αυτόν, που θα καμαρώνει που έρχεται νέος πολύ.
Αλλά, θα γεράσει αμέσως, σαν μπει στη ζωή μας.
Άδειος ο ορίζοντας. Κανείς! Το ξέρω πια!
Μου το έμαθαν οι καλύτεροι «φίλοι», οι φαύλοι.
Δε θέλω να ακούσω άλλες ευχές από ψεύτες.
Μόνο οι αληθινοί να ανοίξουν τα στόματα!
Μήπως χαράξει ελπίδα για κάτι καλό!
Αν έρθει ο καινούριος ο χρόνος, να μπει με φως!
Copyright © Πόλυ Μίλτου