Σε γνώρισα στα ΠΕΚ Μεσολογγίου κάπου το 2008, αν θυμάμαι καλά. Ήσουν Δάσκαλος κι εσύ. Συνάδερφος. Και Μοναχός και ιερέας και Πνευματικός.
Με τράβηξε το απλό και ταπεινό πάνω σου. Σοβαρός, μετρημένος και γλυκός και χαριτωμένος όσο ένα μικρό παιδί.
Ήμουν σε μια φάση τότε, τραγική...
Κουρασμένη όσο ποτέ και απογοητευμένη από όλους. Η ψυχή μου ήταν κακοποιημένη τόσο όσο δεν έπαιρνε άλλο από λεγόμενους «αγίους». Ήμουν σε αναζήτηση πνευματικού σωστού με ευλογία του Αρχιεπισκόπου μου.
Με συμβουλή κάποιου προορατικού Γέροντα, περίμενα και περίμενα, να μη βιαστώ... Δύο χρόνια. Δύο ολόκληρα χρόνια έψαχνα τον άνθρωπο τον αληθινό του Θεού.
Και σε συνάντησα στα ΠΕΚ. Και μετά... σε πήρα από πίσω, γιατί ξεγλιστρούσες. Δεν ένιωθες "άγιος" εσύ κι αυτό ήταν που μου έκανε εντύπωση. Ήσουν ταπεινός. Απλός. Λιτός σε όλα. Και πέρα για πέρα αληθινός.
Φυσικά, μετά από τόσα που είχα πάθει από προηγούμενες πνευματικές τραγικές εμπειρίες, πρώτα ρώτησα να μάθω για σένα. Και μετά…
Δε θυμάμαι καθόλου πώς σε έπεισα. Θυμάμαι ότι σε "πίεσα". Σε "κυνήγησα". Το πιο ωραίο κυνήγι της ζωής μου, ξέρεις. Κι εσύ, αφού δεν μπορούσες να περιφρονήσεις το αγρίμι που σε ενοχλούσε τόσο, με δέχτηκες. Τι να έκανες;
Στην αρχή μόνο για συζήτηση, έτσι, φιλικά, για στήριγμα, να μη νιώθω έρημη. Μετά, μάλλον αγάπησες το αγρίμι σου το ανήμερο και έγινες πνευματικός μου.
Έγινες για μένα ο πατέρας που δε γνώρισα, η μάνα που ποτέ μου δεν είχα, ο αδερφός, ο φίλος, ο ψυχολόγος, ο συνάδερφος, ο άγιος που με το παράδειγμά του μόνο και όχι με τα λόγια του, απάλυνε σιγά σιγά την ιδιότροπη και φοβερά ατίθαση ψυχή μου. Αυτός που με υπέμενε όταν η αντάρτικη φύση μου τα έκανε όλα σμπαράλια.
Ήσουν σοφός και πράος. Μορφωμένος. Ανοιχτό μυαλό και σίγουρος καθοδηγητής σύμφωνα πάντα με τα λόγια του Χριστού και των Πατέρων. Είχες αγάπη για τα παιδιά, ήσουν δάσκαλος αληθινός. Έψαχνες για μένα ακόμα και σεμινάρια και έστελνες έντυπα ενημερωτικά για όσα με ενδιέφεραν. Με στήριξες σε κάθε μου βήμα. Υλικά, πνευματικά, ανθρώπινα, επαγγελματικά, συναδερφικά…
Για όλα ήσουν ενημερωμένος. Σε όλα όσα ήταν καλά, ευλογούσες. Χαιρόσουν στη χαρά μου, πανηγύρισες στις εκδόσεις των βιβλίων μου. Σε κάθε μου φάση, σε κάθε μου αγώνα, σε κάθε μου ανάσα ήσουν πατέρας που με προστάτευε από τις βλακείες του αυθόρμητου και ασυμμάζευτου χαρακτήρα μου και μια «μανούλα» που με είχε έννοια και με σκέπαζε τα βράδια νοερά με τη στοργή της προσευχής σου και ας μη συναντιόμασταν καθόλου συχνά λόγω μεγάλης απόστασης.
Ήσουν ο μόνος που κατανόησε και σεβάστηκε την ιδιοτροπία της δύσκολης ψυχής μου.
Γιατί έτσι ακριβώς σεβόσουν τους πάντες. Και αγαπούσες τον κάθε άνθρωπο.
Με στήριξες με την ασθένεια του αδερφού μου με τέτοια μεγάλη έννοια... Έπαιρνες τηλέφωνο σχεδόν καθημερινά. Ρωτούσες για την αδερφή που τον φρόντιζε. Υπέφερες μαζί μας. Κι όταν σου είπα πως "'έφυγε" και δεν μπορώ να το διαχειριστώ, αναστέναξες βαθιά, στενοχωρημένος αληθινά... "Αχ, παιδί μου! Έχεις περάσει τόσα πολλά. Πώς αντέχει η ψυχούλα σου... "
Και μετά, με τις ευχές σου για την ανάπαυσή του, ρώτησες πάλι για την αδερφή μου, τι κάνει. Και για τον μεγάλο μας αδερφό που κι εκείνος τραβάει τα δικά του ζόρια.
Πονούσες μαζί μας και το έδειχνες. Ήσουν Άνθρωπος με καρδιά σάρκινη.
Κάτι με έτρωγε τελευταία, μια ανησυχία για σένα. Μια αδιόρατη διαίσθηση. Πολλές φορές τους τελευταίους μήνες μου πετούσες κάθε τόσο πως δεν ένιωθες καλά και να προσεύχομαι. Και μετά, όταν καταλάβαινες την ανησυχία μου, το γύριζες στο αστείο και άλλαζες θέμα...
Εγώ ήξερα. Ένα τέρας σε τσάκιζε σιγά σιγά χρόνια ολόκληρα. Ένας άκαρδος άνθρωπος, αγιοποιημένος από εαυτού του, που σε βασάνισε ως το τέλος. Προσπάθησε να σε συκοφαντήσει ακόμα κι όταν μπήκες εντατική και χαροπάλευες.
(Όχι, αυτό δε θα το ξεχάσω. Τέτοια αναισθησία ούτε οι εχθροί δε δείχνουν. Όταν ο άλλος παλεύει για τη ζωή του, λες και ένα κρίμα και ξεστομίζεις και μια ευχή, δε βγάζεις φαρμάκι.)
Πριν λίγες μέρες τηλεφωνηθήκαμε. Να σου πω και για τη μετάθεση που δεν πήρα. Για όλα... Με πήρες πάλι εσύ κανα δυο φορές να δεις πώς είμαι.
Και μετά,... Και μετά… σώπασες για πάντα...
Αχ, παππούλη μου καλέ, θα σ’ το πω το παράπονό μου. Έτσι φεύγει ένας πατέρας; Χωρίς ένα γεια; Έτσι;
Χθες, προχθές, μιλούσαμε… και τώρα… σιωπή;
Για πρώτη φορά με πρόδωσες και έφυγες χωρίς μια λέξη τελευταία. Χωρίς να σε δω. Χωρίς τίποτα...
Έφυγες ταπεινά όπως έζησες. Τη μέρα των ψυχών. Μαζί με όλες τις ψυχές, να μην ξεχωρίζεις... Ποτέ δεν ήθελες να ξεχωρίζεις, γιατί δεν ένιωθες πόσο μοναδικός ήσουν.
"Ελα, μωρέ παιδί μου, δε βαριέσαι..." σε ακούω να λες πάλι γελώντας...
Η υγεία μου είναι τόσο χάλια, πατέρα μου, και επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο αυτές τις μέρες λόγω απανωτής θλίψης. Δεν μπόρεσα να έρθω στην τελευταία σου έξοδο. Δε θα σε ξαναδώ πια...
Και ξέρεις τι γίνεται τώρα;
Πώς να καταλάβει και ποιος, πως αυτό το πένθος που δεν είναι για συγγένεια αίματος, μπορεί να πονάει το ίδιο πολύ; Πώς να με νιώσει και ποιος, αν δεν πέρασε απόλυτη ορφάνια; Αν δεν κακοποιήθηκε ψυχικά ποτέ; Πώς να αισθανθεί ένας ξένος, πόσο πονάει το ξέσκισμα της ψυχής;
Χθες πήγα σχολείο και έκανα πως όλα καλά. Τα παιδιά, οι συνάδερφοι, έπρεπε να μείνουν έξω από τη δική μου εσωτερική θλίψη.
Σήμερα, βγήκα για κάποιες αναγκαίες υποθέσεις και απαντούσα πως είμαι καλά σε γνωστούς και φίλους. Ποιος να με νιώσει; Πώς να εξηγήσω τι σημαίνει να χάνεις πατέρα που δεν είναι συγγένεια; «Καλά» έλεγα και μέσα μου σπάραζα.
Ως τώρα, παππούλη μου, όταν λύγιζα, σου τηλεφωνούσα και με παρηγορούσες με τον βελούδινο τρόπο σου. Χωνόμουν στην πνευματική αγκαλιά της καρδιάς σου και αισθανόμουν ασφαλής. Πέρασα τις αναποδιές μου, τα πένθη μου, τις αγωνίες μου, τις χαρές μου, όλα… με σένα συμπαραστάτη σταθερό να με εμψυχώνεις.
Μα, από χθες... σώπασαν τα πάντα γύρω μου και μέσα μου.
Τώρα, παππούλη, ποιον να πάρω να του πω ότι έφυγες;
Ποιος θα ακούσει πως έχασα άλλον ένα πολύτιμο τούτη τη χρονιά; Πως έχασα τον πατέρα μου; Ποιος, πες μου... Πού να πω τώρα ότι ξεσκίζεται η καρδιά μου;
Με πρόδωσες και έφυγες στη χαρά του ουρανού.
Αλλά, σε νιώθω. Τώρα δε σε κυνηγάει ο κακός. Αναπαύτηκε η ψυχή σου. Έφυγες σαν πραγματικός μάρτυρας. Ελπίζω κάποτε, εκείνος ο ιδιότροπος, να σου ζητήσει συγγνώμη και να καταλάβει πως βασάνιζε έναν άγιο.
Δεν ξέρω πώς να σε κλάψω. Δεν ξέρω να κλαίω αγγέλους. Θρηνώ μόνο για την απώλεια των αδερφών της Μονής, των συγγενών σου και τη δική μου. Εσύ, ξέρω... αναπαύτηκες πια εκεί που πραγματικά ανήκεις. Ανάμεσα στους αγίους.
Και εγώ, έμεινα πραγματικά ορφανή για άλλη μια φορά, να μην ξέρω πώς να διαχειριστώ την απόλυτη ερημιά της ψυχής μου.
Αιωνία σου η μνήμη, πατέρα!... Μη μας ξεχνάς!
Θυμήσου με, εσύ, γιατί εγώ δεν μπορώ να σου τηλεφωνήσω πλέον…
Έπεσε βαθιά σιωπή…Ερημιά…
Και είναι μέρα γιορτής. Μα εγώ δεν μπορώ να γιορτάσω...
Συγγνώμη, πατέρα. Λείπεις...
Π.Μ.
Υ.Γ. Για όσους με ρωτάνε, το κείμενο αφορά τον απελθόντα πνευματικό μου πατέρα, Αρχιμ. Ιερωνυμο Δελημαρη,
Β’ Καθηγούμενο και συνιδρυτή της κοινοβιακής Ιερας Μονής Μεταμορφωσεως Του Σωτήρος, της Σκάλας Ναυπάκτου.
Άγιος! (τώρα μπορώ να το πω ελεύθερα χωρίς να με μαλώσει)