Κράζουν κοράκια διψασμένα για αίμα,
η ηχώ την πήρε τη φράση και την άπλωσε παντού.
«Εάλω, εάλω, εάλω η Πόλις!»
Ωωωω, σεντόνι κόκκινο ως τη θάλασσα το αίμα,
πότε ρέει ποτάμι, πότε το παίρνει ο άνεμος και το σκορπά,
σταγόνες, σταγόνες σα βροχή πορφυρή, βαθύ κόκκινο,
πέφτει, κυλάει, ορμάει να πνίξει ελπίδες!
Παλαιολόγε, ακούς;
Μαρμάρωσες πάνω στη μάχη, γενναίε μου,
με το σπαθί στα χέρια και την περήφανη ψυχή σου.
Βασιλιά, η άλωση τούτη μας έπνιξε αιώνες.
Κι ακόμα αργοσέρνεται στα σοκάκια μας,
κι ακόμα ελεύθεροι δε λες πως είμαστε!
Σήκω, ζωντάνεψε, κουνήσου, Βασιλιά Μαρμαρωμένε!
Εάλω η Πατρίδα και η σκλαβιά δε λέει να αλαφρώσει!
Πολλά τα δεινά, η θλίψη απέραντη, η πίστη κλονίστηκε!
Εάλω η Πόλις, εάλω η Πατρίδα!
Η κερκόπορτα άνοιξε πάλι από χέρια οικεία
και πώς αλλιώς, αφού μόνο από μέσα υπάρχει κλειδί;
Ο λαός πονάει, ο λαός πεινάει, ο λαός υποφέρει!
Αυτή η Άλωση δε φαίνεται να έχει τέλος, αλίμονο!
Παλαιολόγε, ακούς;
Π. Μίλτου