Είναι φορές, θα το έχεις νιώσει, άνθρωπος είσαι και θες να μιλήσεις κάπου. Να πεις τη χαρά σου, να πεις την αγωνία σου ή κάτι που σε πονάει πολύ.
Λένε πως τότε καταλαβαίνεις τους φίλους.
Εγώ δε θα μείνω σε όσους "θα την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια" για να μην ταραχτεί το νιρβάνα τους από τα "αρνητικά" νέα σου...
Αυτοί, σίγουρα, ΔΕΝ είναι φίλοι.
Προσωπικά με απασχολούν συνήθως όσοι μένουν. Όσοι σε ακούν με καλή διάθεση και αμέσως καμώνονται τον ψυχολόγο, τον παππά, τον κοινωνιολόγο, τη μαμά, τον προστάτη, τον φιλόσοφο γιατί θέλουν να βοηθήσουν την κατάσταση.
Καλοί άνθρωποι.
Με αίσθημα φιλίας και πραγματικό ενδιαφέρον. Δε λέω.
Όμως τυχαίνει να μην είναι ούτε ψυχολόγοι ούτε πνευματικοί ούτε γιατροί, ούτε στοχαστές.
Και να μην τους έχεις ζητήσει να γίνουν κάτι τέτοιο. Απλά να σε ακούσουν θες.
Και τι γίνεται;
Βρίσκεις τον μπελά σου, να τι γίνεται.
Μια ψυχή που είναι ήδη συντετριμμένη και μέσα στην τύφλα της από τα προσωπικά της προβλήματα, αντί να ανακουφιστεί, γίνεται χειρότερα.
Όταν ακόμα αντιδρά μην τη φοβάσαι. Το κακό είναι επικίνδυνο, όταν δεν πει λέξη, αλλά καθίσει και ακούσει όλα όσα της λένε και της λένε και της λένε για... το καλό της.
Έχω δει καταστάσεις μπροστά μου. Και έχω νιώσει κι εγώ συχνά την απελπισία να μην έχεις πού να ανοίξεις την ψυχή σου.
Γιατί, όταν υποφέρεις, είναι αβάσταχτο να σου αραδιάζουν μπροστά στα πόδια σου όσες περιπτώσεις ξέρουν για εκείνους που υποφέρουν χειρότερα από σένα. Σε μηδενίζουν άθελά τους.
Όταν χάνεις την πίστη σου, είναι αψυχολόγητο να σε κρίνουν "έμμεσα και με τρόπο", αναφέροντας ένα σωρό άλλους που κατάφεραν να μείνουν δυνατοί και να μη λυγίσουν. Βγήκες αμέσως άπιστος, επειδή τόλμησες να υποφέρεις.
Όταν ζεις τη νύχτα της ζωής σου και επιμένουν για τον ήλιο που θα έρθει, η καρδιά σου παγώνει από το άκαρδο της ψευτιάς ενός χαμόγελου πλαστού και υποκριτικού, έτσι, για να δείξουν θετική διάθεση. Επειδή απλά τη νύχτα δε βγαίνουν ήλιοι... Πρέπει να γίνουν όλα στην ώρα τους.
Όταν δεν έχεις διέξοδο και σου λένε να κάνεις ένα πήδημα επικίνδυνο στο κενό και όπου σε βγάλει, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία. Μην το κάνεις.
Όταν η ψυχή σου αισθάνεται να έχει γίνει κομμάτια και σε αντιμετωπίζουν σαν υπερβολικό και μυθομανή που παντού βλέπεις δράκους, είναι βιασμός του είναι σου και μάλιστα με ανάλγητο τρόπο, τάχα για το καλό σου. Και τότε νιώθεις πως ούτε καν σε άκουσαν ή αν άκουσαν δεν τους ένοιαξε καθόλου αν υποφέρεις. Ήσαν έτοιμοι ήδη να στα πουν από πριν.
Όταν... όταν πονάς και υποφέρεις για μικρά ή μεγάλα θέματα που μόνο εσύ ξέρεις και αισθάνεσαι το βάρος τους, μην περιμένεις κατανόηση από όσους εκείνη την ώρα βρίσκονται σε μεγάλες χαρές και έχουν ξεχάσει πόσο δακρύζουν οι άνθρωποι.
Πάρε τον καφέ σου και φύγε. Διάλεξε μια όμορφη γωνιά στη φύση ή στην κουζίνα σου, όπου εσένα σου εμπνέει μια ζεστή φιλική διάθεση, όπου αναγνωρίζεις στα άψυχα μια αγκαλιά, αυτή την αγκαλιά που στη στερούν τα έμψυχα, όταν την έχεις απόλυτη ανάγκη και...
Κλάψε, ξέσπασε, ούρλιαξε, χόρεψε, τραγούδα, πιες καφέ, μίλα μόνος σου, κάνε χαζά όνειρα, αλλά...
Πριν αποφασίσεις να βρεις ανθρώπινη καρδιά να σε ακούσει, σκέψου το καλά.
Τι κρίμα. Κάποτε οι άνθρωποι ήσαν απλοί. Κάθονταν στις γειτονιές και ήξεραν να ακούνε, ήξεραν να συγκρατούν δάκρυα, ήξεραν ψυχολογία οι αμόρφωτοι.
Επειδή είχαν ΨΥΧΗ που κατανοούσε χωρίς μπερδεμένες θεωρίες για τοξικότητα, χαμογελαστά λιβάδια και χίλια μύρια βλακώδη που σέρνουμε σε ώρες που πρέπει να συναντηθούμε μεταξύ μας.
Γιατί στην εποχή μας, στήνουμε τοίχους βλακείας και αντί για αγκαλιές βγάζουμε αγκάθια, όταν τολμήσει φίλος να θελήσει να... μας ενοχλήσει με τα δικά του;
Άκου φίλε μου, εκείνο που με εκνευρίζει περισσότερο από όλα όταν αναφέρω ένα πρόβλημα, είναι η διαρκής ανάκριση και η κουραστική συνεχής αναφορά (χωρίς να το έχω ζητήσει) σε χιλιάδες λύσεις που μου αραδιάζουν "για το καλό μου".
Αυτά που οι ίδιοι δε θα τα έκαναν ποτέ κι ας σου λένε πως "έτσι θα έκανα εγώ".
Και το πιο απάνθρωπο όταν τονίζουν πως όλα αυτά τα λένε "για το καλό σου".
Παίρνω τον καφέ και φεύγω, άνθρωποι. Να μη σας ενοχλώ. Να μιλήσω ήθελα, να μην πνίγομαι μέσα μου. Να με ακούσεις ήθελα. Με κατανόηση. Να κουνήσεις το κεφάλι με καλοσύνη όπως έκαναν παλιά οι γιαγιάδες, που έλεγαν τα δικά τους στις γειτονιές και παρηγορούσαν η μια την άλλη.
Γιατί τότε οι άνθρωποι ήξεραν από πόνο, ξεριζωμό, πόλεμο, φτώχια, ασυμμάζευτες καταστάσεις, ήξεραν και τη λέξη "συμπόνοια".
Εγώ, λοιπόν, ο άνθρωπος του σήμερα που σε έψαξα, φίλε, να σου μιλήσω...
-Δε ζητούσα την κρίση σου, γιατί δεν είμαι ηλίθιος. Δε ζητούσα να μου δώσεις λύσεις πρόχειρες και άκαρδα μόνο και μόνο για να με διώξεις πιο γρήγορα να μη σε ενοχλώ.
-Δε συμφωνώ πως γκρινιάζω επειδή λέω τι μου συμβαίνει.
-Δεν αναζητώ να μου βρεις εσύ το καλό μου, σε έναν ενήλικα... που σίγουρα έχει απελπιστεί επειδή ακριβώς ξέρει ποιο είναι το καλό του και δε βρίσκει λύση.
Πόσο δύσκολοι είμαστε, πόσο άκαρδοι γίναμε, με πόση προχειρότητα σκύβουμε σε πολύ σοβαρά και άλυτα πολλές φορές προβλήματα συνανθρώπων μας- φίλων...
Αλήθεια, μου λείπουν οι παλιές γειτονιές στα χωριά...
Πήρα τον καφέ μου και ψάχνω να βρω παλιούς, ατόφιους, Ανθρώπους! Αυτούς που μύριζαν γη, χορτάρι, φουντούκια και κάστανα και πυρωστιά στη γωνιά ενός ζεστού σπιτικού με χώμα στο πάτωμα, όπου όλοι χωρούσαν και κανείς δεν περίσσευε.
Δεν τους βρίσκω, δυστυχώς... Έγιναν σπάνιοι, δεν τους βρίσκω.
Οπότε, προτιμώ να τα λέω μόνη μου.
Να πίνω μόνη μου τον καφέ μου!
Αυτός, τουλάχιστον, δε μιλάει. Μόνο ακούει.
Κι εγώ ξέρω ποιο είναι το καλό και το δίκιο μου.
Πού να το 'βρω δεν ξέρω!
Copyright © Πόλυ Μίλτου