Ήθελες να δημιουργήσεις τη χαρά σου.
Έφτιαξες πολλές φορές ήλιους στους τοίχους σου.
Φανταζόσουν πολιτείες με ανθρώπους ζεστούς.
Μια αγκαλιά, την κράτησες να τη ζωγραφίσεις μετά.
Ποτέ δεν έγινε έργο.
Έρχονταν μαύρες ψυχές με πρόσωπα αθώου
και με μανία έσβηναν κάθε ίχνος γλυκό.
Δε θυμάσαι!
Όλοι λείπουν, όλοι έφυγαν.
Και τα χέρια που σε άγγιξαν ήσαν οδυνηρά.
Αυτοί που απόμειναν, δεν είναι δικοί σου.
Δε σε συμ- πονούν! Μόνο σε πονούν!...
Τους ήλιους σου, για τρέλα τους θωρούν.
_ Βγες έξω! Η σκιά σου θα εξαφανιστεί στην αυλή,
φωνάζουν μέσα απ' τη χλιδή τους.
Τα λόγια τους τα άκουσες πολλές φορές.
Ήθελες να ξεφύγεις.
Ήθελες να βρεις εκείνους τους όμορφους,
αυτούς που έχουν σάρκα στην καρδιά.
Μα είχαν κλειδωμένες τις πόρτες οι άλλοι,
με σκουριασμένα κλειδιά και αλυσίδες βαριές
και στα παράθυρα τσιμέντο και τούβλα.
Ειρωνεία;
Ο ήλιος σου παρέμεινε μόνο ένα σκίτσο.
Παιδικό, όπως η ψυχούλα σου η στεγνή από χάδι.
Έξω ουρλιάζει η ψευτιά.
Όχι!... Μη βγεις!
Copyright © Πόλυ Μίλτου