................................................................................
Γεννήθηκε μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια. Ήταν η μεσαία ανάμεσα σε τρεις αδερφές και δυο αδερφούς. Ένα είδος, δηλαδή, χωρίς μεγάλη σημασία.
Ξέρεις τι είναι να είσαι μεσαίος στη σειρά από πολλά αδέρφια; Να μην είσαι ούτε στην αρχή ούτε στο τέλος; Θα πρέπει να ξεχωρίσεις σίγουρα για κάτι συνταρακτικό για να θυμούνται ότι υπάρχεις πραγματικά ανάμεσά τους.
Και η Βιβή δεν ξεχώριζε με τίποτα. Το μόνο της προνόμιο, ας πούμε, ήταν που ψήλωσε και η λεπτή της κορμοστασιά τη δικαίωνε κάπως σαν καλοφτιαγμένο κορμί.
Μα είχε άλλα κουσούρια που δεν την άφησαν ποτέ να γίνει ελκυστική σε κανέναν. Το πρόσωπό της μακρουλό και ισχνό άχαρο, με χρώματα ξεβγαλμένα σε δέρμα και μάτια και κάτι μαλλιά άχυρα και καχεκτικά που δεν έστρωναν ποτέ.
Το κορμί μάγευε, μα δεν ήταν να γυρίσει τη φάτσα της σε κανέναν. Δε θα την έλεγες ακριβώς άσχημη, μα ήταν που όλα της τα αδέρφια είχαν γίνει ξεχωριστά κουκλιά.
Διέφερε από μικρή ανάμεσά τους και το ήξερε. Είχε ακούσει τι έλεγαν για εκείνη στιγμές που νόμιζαν πως δεν τους άκουγε.
Η υποτίμηση του εαυτού της μεγάλωσε μέσα της όταν άρχισε το σχολείο. Ώσπου να το τελειώσει, μετά από χρόνια, είχε γίνει η τέλεια καταστροφή μέσα της.
Έπιασε δουλειά σε καλό γραφείο. Είχε γνώσεις και ταλέντα. Αλλά... ως εκεί. Πήγαινε, έκανε τη δουλειά της με τον καλύτερο τρόπο και έφευγε. Ούτε επαφές ούτε φιλίες.
Της ήταν αρκετά τα σχόλια που έσερνε σε κάθε της εμφάνιση οπουδήποτε, για τη φάτσα της την άχαρη. Δε χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να νιώθει δυστυχισμένη.
Έτσι, παρέμενε αγέλαστη, απλησίαστη, εσωστρεφής, ακοινώνητη και δικαίωνε κάθε λογάκι και κάθε μορφασμό στο πέρασμα΄της.
Δούλευε καλά. Τη σέβονταν και την εκτιμούσαν για αυτό, ήταν η ιδανική έμπιστη υπάλληλος.
Έφερνε λεφτά στο σπίτι. Τους ήταν πολύτιμη στην οικογένεια. Ό,τι ήθελαν περισσότερο, αρκεί να της το ζητούσαν και τους το χάριζε απλόχερα.
Μα δεν πήγαινε μαζί τους ούτε για καφέ. Ούτε την έπαιρναν στα πάρτι. Δεν της ταίριαζε, της έλεγαν, που ήταν συντηρητική και απέφευγε τα ξενύχτια. Κι εκείνη δε μιλούσε. Χαμογελούσε συγκαταβατικά και τους ευχόταν να περνάνε καλά.
Μόνο κάτι είχε κρατήσει για τον εαυτό της. Το καρναβάλι.
Δεν τους έλεγε ποτέ πού πήγαινε. Έλεγε πως είχε διακοπές και τόσο.
Χανόταν για μέρες.'Οταν γύριζε, έβλεπαν πάνω της μια μικρή αλλαγή. Ένα βλέμμα απόμακρο νοσταλγίας συνυφασμένο με μια απέραντη ακατανόητη πίκρα.
Αυτό γινόταν για χρόνια. Εκείνοι έκαναν οικογένειες, άλλοι έφυγαν μακριά, οι γονείς άρχισαν να γερνάνε.
Μα η Βιβή δεν έλεγε να βγει από τη ρουτίνα της με τίποτα. Ούτε δεχόταν να παντρευτεί. Είχαν κάνει τα πάντα για κείνη. Της είχαν φέρει τόσους γαμπρούς, ήσυχους και προκομμένους να διαλέξει. Τους κερνούσε γλυκό και καφέ, χαμογελούσε μελαγχολικά και μετά χαλούσε κάθε προξενιό.
Όλοι είχαν τις ζωές τους, είχαν οικογένειες, πόσο να ασχοληθούνε;
Έτσι ονομάστηκε επίσημα η γεροντοκόρη του σπιτιού και την άφησαν στη μοίρα της.
............................................................................................
Η Βιβή αγαπούσε πολύ το καρναβάλι. Έκλεισε κι εκείνη τη χρονιά ξενοδοχείο και εισιτήριο και σαν πήρε διακοπές έφυγε για τη Βενετία, όπως κάθε χρόνο. Εκεί ήξερε τι να κάνει. Βρήκε το γνωστό της μαγαζί, στολίστηκε, φόρεσε τη μάσκα της και ξεκίνησε για τη μεγάλη της έξοδο... Ήταν η μέρα της ελευθερίας της. Με τη στολή ένιωθε ότι αναδεικνυόταν η ψιλόλιγνη κορμοστασιά της και έμοιαζε πριγκίπισσα. Με τη μάσκα, επιμελώς φτιαγμένη για να κρύβει τη δική της μορφή, ένιωθε όμορφη και ελκυστική.
Εκεί τον είχε βρει όταν πήγε την πρώτη χρονιά. Ένας χορός μαζί του, όποιος και να'ταν, και ένιωσε ότι κάποιος την αγάπησε έστω και ψεύτικα... Έστω για όσο κρατούσε το καρναβάλι.
Μετά ερχόταν κάθε χρόνο. Όλο και κάποια αγκαλιά θα έβρισκε. Έβαζε κι έναν όρο, όσο κρατούσε το παραμύθι να μην πέσουν οι μάσκες.
Ποιος ήθελε κάτι τέτοιο; Η Βενετία ήταν ο καλύτερος προορισμός τέτοιες μέρες για όποιον ήθελε να απατήσει και να απατηθεί. Κανείς δεν έβγαζε τη μάσκα. Την είχαν βάλει για να κρύψουν όσα θα έκαναν στην ανωνυμία.
Η Βιβή ζούσε κάθε χρόνο το παραμύθι της. Εκεί. Στη χώρα της ουτοπίας. Και μετά, έβγαζε τα ψεύτικα και ξαναντυνόταν την άχαρη ζωή της περιμένοντας να περάσει ακόμα ένας χρόνος.
..................................................................................................
Η Βιβή η άχαρη ζούσε μόνο για ένα καρναβάλι. Γιατί κανείς δεν την αποδέχτηκε όπως ήταν από μικρή. Γιατί κανείς δεν την έμαθε από παιδί να αγαπά τον εαυτό της χωρίς μάσκες.
Η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν άσχημη. Έπρεπε μόνο να είχε βρεθεί κάποιος να της το πει.
Μόνο στο καρναβάλι την είχαν πει όμορφη. Τότε. Που φορούσε τη στολή και τη χαριτωμένη, ιδιαίτερη μάσκα.
Μα,... μπορεί ένα καρναβάλι να γεμίσει την καρδιά ευτυχία;
Όταν η μάσκα έβγαινε, ο εαυτός της της φαινόταν σαν ο πιο μισητός και άχρηστος άνθρωπος πάνω στη γη.
Κι όμως,... δεν ήταν άσχημη...
Θα μπορούσε να είχε βρει την αγάπη... αν έστω ένας την είχε μάθει να αγαπά το μέσα της και να πιστέψει στην αξία της. Θα μπορούσε να ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Όλο το χρόνο.
Χωρίς την ανάγκη της ψευδαίσθησης μιας μάσκας.
Copyright © Πόλυ Μίλτου